- ξαστέρωμα
- το [ξαστερώνω]ξαστεριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαστέρωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξαστερώνω, το να γίνει κάτι αίθριο, καθαρό, η διακοπή της κακοκαιρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθρίασμα — το [αιθριάζω] βελτίωση τού καιρού, ξαστέρωμα … Dictionary of Greek
καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα … Dictionary of Greek